- αργυρήλατος
- ος , ον сделанный из чеканного серебра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργυρήλατος — ἀργυρήλατος, ον (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος ή διακοσμημένος με σφυρηλατημένο άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ελατός (με έκταση της πρώτης συλλαβής κατά τη σύνθεση) < ελαύνω «σφυρηλατώ (για μέταλλα)»] … Dictionary of Greek
ἀργυρήλατον — ἀργυρήλατος of wrought silver masc/fem acc sg ἀργυρήλατος of wrought silver neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρηλάτοις — ἀργυρήλατος of wrought silver masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρηλάτου — ἀργυρήλατος of wrought silver masc/fem/neut gen sg ἀργυρηλάτης silversmith masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρηλάτους — ἀργυρήλατος of wrought silver masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρηλάτων — ἀργυρήλατος of wrought silver masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρηλάτῳ — ἀργυρήλατος of wrought silver masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek